O χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου διενήργησε μία μεγάλη έρευνα για τα γεγονότα και το παρασκήνιο που οδήγησαν την ελληνική οικονομία από την ένταξη στο Ευρώ στην σημερινή κατάσταση. Το tvxs.gr παρουσιάζει σε 4 μέρη ολόκληρη την έκθεση η οποία βασίζεται σε διεθνείς μελέτες και απόρρητα έγγραφα.
Εισαγωγή
Κάποια γεγονότα στην ιστορία
ενός κράτους σηµατοδοτούν το
τέλος µίας εποχής και την αρχή µίας
νέας. Όµως, όσο πιο µικρά και
πιο αδύναµα τα κράτη, τόσο
πιθανότερο είναι οι αποφάσεις
για τα σηµαντικότερα ζητήµατα
που τα αφορούν να επηρεαστούν ή
και να ληφθούν από άλλα, µεγαλύτερα
και ισχυρότερα.
Μία τέτοια, ιστορικής σηµασίας
απόφαση, ήταν και αυτή για τη συµµετοχή
της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή
νοµισµατική ένωση που σε αντίθεση
µε την κοινή πεποίθηση δεν
προέκυψε ανεπηρέαστα αλλά ελήφθη
κάτω από την ευρωπαϊκή πίεση µέσα
στα πλαίσια της υλοποίησης µίας
µυστικής συµφωνίας µεταξύ
Βρετανίας, Γερµανίας και Γαλλίας
στα τέλη της δεκαετίας '80.
Η µελέτη αποχαρακτηρισµένων
απόρρητων εγγράφων της εποχής
από τα παραπάνω κράτη και
επιπλέον από τη Ρωσία και τις
ΗΠΑ, αποκαλύπτει ότι στο
σχεδιασµό της ευρωπαϊκής
νοµισµατικής ένωσης τα ιδιοτελή συµφέροντα
των ισχυρότερων κρατών
επισκίασαν εξαρχής αυτά των υπόλοιπων
και ότι η δηµιουργία του ενιαίου
νοµίσµατος εξελίχτηκε σε µία πράξη
συνδιαλλαγής, η οποία ελάχιστα
έλαβε υπόψη της την πραγµατική οικονοµική
κατάσταση και τις ρεαλιστικές
προοπτικές ανάπτυξης και προόδου
των ευρωπαϊκών κρατών εντός µίας
νοµισµατικής ένωσης.
1) 1989: Η μυστική
συμφωνία Βρετανίας–Γερμανίας–Γαλλίας για
την ένταξη των 'φτωχών χωρών'
στο υπό δημιουργία ευρώ – Πώς
έγινε η ένταξη της Ελλάδας
Καταλύτης των εξελίξεων στάθηκε
το αίτηµα της Δυτικής Γερµανίας
για επανένωση της µε την
Ανατολική κάτι που για πολλούς
Ευρωπαίους ηγέτες και ιδιαίτερα
τη Βρετανίδα πρωθυπουργό
Μάργκαρετ Θάτσερ και το Γάλλο
πρόεδρο Μιτεράν ανέγειρε το
‘Γερµανικό Ερώτηµα’ που µετουσιώνονταν
στο φόβο της δηµιουργίας µίας
Μεγάλης Γερµανίας στην καρδιά
της Ευρώπης, η οποία θα είχε
εθνικοσοσιαλιστική ταυτότητα που σε
συνδυασµό µε το µέγεθος, την
εµπορική, οικονοµική και
νοµισµατική της δύναµη θα της
επέτρεπε να µετατραπεί σε
ευρωπαϊκή υπερδύναµη.
Η Thatcher πίστευε ότι η
Γερµανία βάδιζε προσεκτικά στο
δρόµο ενός σχεδίου που θα τη
βοηθούσε µέσα σε δύο δεκαετίες
να γίνει µία διεθνής νοµισµατική
υπερδύναµη και τότε να
προσπαθήσει να επιβάλλει το δικό της
οικονοµικό και κοινωνικό µοντέλο
σε ολόκληρη την Ευρώπη, µε απώτερο
στόχο την πολιτική ενοποίηση της
κάτω από την ηγεµονία της. “Στόχος
της Γερµανίας είναι ένα “διαρκώς
υποτιµηµένο µάρκο, που θα επιτευχθεί
µέσω της σύνδεσης της σε ένα
ενιαίο νόµισµα και θα της επιτρέπει
να ξεφορτώνει προϊόντα σε όλους
µας”, αναφέρει η Thatcher σε απόρρητα
έγγραφα.
Ωστόσο, µετά την εξαγορά, έναντι
αρκετών δεκάδων δισεκατοµµυρίων µάρκων,
της συγκατάθεσης Γκορµπατσόφ για
την επανένωση της Γερµανίας και
την απόφαση της Ουάσιγκτον να
την επιτρέψει προβάλλοντας την
ως νίκη της δηµοκρατίας και του
καπιταλισµού έναντι του
καταρρέοντος κοµµουνισµού, ο
Μιτεράν αντιλήφθηκε πως αυτή
ήταν θέµα χρόνου.
Σε έναν αποκαλυπτικό διάλογο του
µε τη Θάτσερ, ο Μιτεράν εξέθεσε
τον τρόπο µε τον οποίο πίστευε
ότι θα έπρεπε Βρετανία και
Γαλλία να κινηθούν: ‘Εφόσον
κανένας από τους δύο (Βρετανία –
Γαλλία) δεν πρόκειται να
ξεκινήσει πόλεµο εναντίον της
Γερµανίας’ η λύση στον περιορισµό
της δύναµης της θα µπορούσε να
δοθεί µέσα από την Ευρωπαϊκή
Ολοκλήρωση και συγκεκριµένα µέσα
από ένα κοινό ευρωπαϊκό νόµισµα.
“Αυτή είναι µία πιθανή λύση στο
Γερµανικό Ερώτηµα”.
Για να προλάβει τις εξελίξεις ο
Μιτεράν πρότεινε στο Γερµανό Καγκελάριο
µία µυστική συµφωνία: η Γαλλία
θα στήριζε την προοπτική της
επανένωσης και σε αντάλλαγµα η
Γερµανία θα προχωρούσε στην εγκατάλειψη
του µάρκου και στην υιοθέτηση
ενός κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος
µε τη δέσµευση για τη δηµιουργία
µίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας. “Η µόνη ελπίδα της
Γερµανίας για επανένωση είναι να
δεσµευτεί σε µία ισχυρή Ένωση”
είπε ο Μιτεράν στον Κολ, απειλώντας
ότι θα ασκούσε βέτο σε µία
απόφαση επανένωσης.
Μετά την αλλαγή στάσης και απ’
τη Γαλλία, η Θάτσερ θεώρησε πως εφόσον
δε µπορούσε να αποτρέψει το
αναπόφευκτο, µία πιθανή λύση στο πρόβληµα
θα ήταν η ‘διαπλάτυνση’ της υρώπης,
µε την είσοδο όσο το δυνατόν
περισσότερων κρατών για να γίνει
‘κάτι πολύ πιο χαλαρό’ ώστε η υπεροχή
της Γερµανίας να εξισορροπηθεί.
Αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε
την πολιτική της ως προς την
ένταξη πολλών χωρών στην ΕΕ και
άνοιξε το θέµα της εισόδου
κρατών, όπως η Ελλάδα, η
Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η
Ισπανία (οι 4 φτωχές χώρες, όπως αναφέρονται
σε διάφορες εκθέσεις της εποχής)
αλλά και κρατών του πρώην
ανατολικού µπλοκ, βλέποντας στο
µέλλον ακόµη µεγαλύτερη ‘διαπλάτυνση’,
µε χώρες αντίβαρα στην Γερµανία.
Ο Μιτεράν υποχώρησε τόσο ώστε να
δεχτεί µία ταυτόγχρονη εµβάθυνση και
διαπλάτυνση της ΕΕ και άσκησε
πιέσεις στη Γερµανία ώστε να αποδεχτεί
όσο το δυνατόν περισσότερα µέλη
στο ευρώ. Το µήνυµα αυτό της
προοπτικής ένταξης τους στο
ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα κοινοποιήθηκε
για πρώτη φορά στις ‘φτωχές
χώρες’ το 1989, την ώρα που γινόταν
οι µυστικές διαπραγµατεύσεις της
Γαλλίας µε τη Γερµανία και τη Βρετανία.
2) 1989 -2001: Η αλλαγή
οικονομικής πολιτικής της
Ελλάδας μετά τη μυστική συμφωνία
– Συνέπειες από την πολιτική
σταδιακής εγκατάλειψης της
δραχμής χωρίς σωστή προετοιμασία
– Στροφη στην ανάπτυξη μέσω
δανεισμού, πίστωσης και
εσωτερικής
κατανάλωσης – Κατάρρευση της
ανταγωνιστικότητας - Η αναγκαστική
υποτίμηση της δραχμής κατά 14%
το 1998 – Τί δείχνουν εκθέσεις
του ΔΝΤ της εποχής
Ο Υπουργός Οικονοµικών της
Γαλλίας έστειλε το 1989 στην
Ελλάδα το Υπόµνηµα Ballandour
θέτοντας το αίτηµα της πλήρους
νοµισµατικής Ένωσης και η Ελλάδα
µε επιστολή του Υπουργού Εθνικής
Οικονοµίας Π. Ρουµελιώτη,
απάντησε θετικά. Το αποτέλεσµα
ήταν η άµεση υιοθέτηση από την
Τράπεζα της Ελλάδος της
πολιτικής της 'σκληρής δραχµής',
το 1989, µε στόχο τη
δηµοσιονοµική εξυγίανση και τη
σύνδεση της δραχµής στο ECU έτσι
ώστε η υποτίµηση της δραχµής
έναντι του ECU να είναι µικρότερη
από το διαφορικό πληθωρισµό (δηλαδή
την ταχύτητα που αυξάνονται οι
τιµές στην Ελλάδα σε σχέση µε
τις χώρες στον ευρωπαϊκό µηχανισµό
συναλλάγµατος και µετά το 1999
σε σχέση µε τις χώρες στο ευρώ).
Από το 1989 µέχρι το 1994 η
δραχµή συνέχιζε να υποτιµάται µε
µεγάλους ρυθµούς έναντι του ECU
(µεταξύ 7,2% και 11,5%) και ο
πληθωρισµός µπήκε σε πτωτική
τροχιά. Ταυτόχρονα η σφιχτή
δηµοσιονοµική πολιτική οδήγησε
σε µετατροπή του πρωτογενούς
ελλείµµατος από 6% το 1990 σε πρωτογενές
πλεόνασµα 2,1% το 1994. Όµως µε
το δηµοσιονοµικό έλλειµµα στο
12,7%, το ποσοστό του χρέους
προς το ΑΕΠ σε ανοδικούς ρυθµούς,
τους ρυθµούς ανάπτυξης
αναιµικούς και τις πληθωριστικές τάσεις
επίµονες, φαινόταν ακόµη και δια
γυµνού οφθαλµού πως η Ελλάδα ήταν
παντελώς ανέτοιµη να
εγκαταλείψει το εθνικό της
νόµισµα και να επιδιώξει την
απόλυτη σύνδεση της µε ένα
ευρωπαϊκό νόµισµα.
Αντίθετα, η εµπειρία της
περιόδου 1990 – 1994 είχε
αναδείξει τη µέγιστη σηµασία της
διαχείρισης της νοµισµατικής της
πολιτικής από την ίδια την Ελλάδα
καθώς η υποτίµηση της δραχµής
είχε αποδειχθεί στο κυριότερο εργαλείο
δηµοσιονοµικής εξυγίανσης και
είχε βοηθήσει στον περιορισµό της
ανατίµησης της πραγµατικής
σταθµισµένης συναλλαγµατικής ισοτιµίας
µόνο κατά 4,4% παρά την έλλειψη
ουσιαστικής ανάπτυξης.
(Σηµείωση: Οι δείκτες για την
πραγµατική σταθµισµένη
συναλλαγµατική ισοτιµία (ΠΣΣΙ) µετρούν
τη µεταβολή της εξωτερικής
ανταγωνιστικότητας κόστους και
τιµών µιας οικονοµίας σε βάθος
χρόνου και αποτελούν έναν από
τους βασικότερους τρόπους
υπολογισµού της
ανταγωνιστικότητας ενός κράτους).
Παρά την πολύτιµη εµπειρία των
προηγούµενων ετών όµως και
εξαιτίας της προσπάθειας της
ελληνικής κυβέρνησης και της
Τράπεζας της Ελλάδας να
υλοποιήσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο
και να πλησιάσουν πιο κοντά στην
οριστική εγκατάλειψη του εθνικού
νοµίσµατος, αποφασίστηκε το 1995
η πιο στενή σύνδεση της δραχµής
µε το ECU επιτρέποντας την υποτίµηση
του µόνο κατά 3% όταν τα
προηγούµενα τέσσερα χρόνια η υποτίµηση
δεν ήταν ποτέ µικρότερη του
7,2%.
Το αποτέλεσµα ήταν η
ανταγωνιστικότητα της ελληνικής
οικονοµίας να βουλιάξει και η
πραγµατική σταθµισµένη
συναλλαγµατική ισοτιµία να ανατιµηθεί
έντονα κάνοντας τα ελληνικά
προϊόντα πιο ακριβά και τα ξένα φθηνότερα.
Οι ρυθµοί αποταµίευσης των
Ελλήνων µειώθηκαν, το έλλειµµα
τρεχουσών συναλλαγών επέστρεψε
και η ανάπτυξη της οικονοµίας
συνδέθηκε περισσότερο µε την
κατανάλωση και όχι µε την παραγωγή.
Η προοπτική ένταξης της Ελλάδας
στο υπό δηµιουργία ευρώ
διευκόλυνε αυτήν την στροφή σε
ένα µοντέλο ανάπτυξης βασισµένο
στο δανεισµό και την εσωτερική
κατανάλωση, καθώς ο πληθωρισµός
άρχισε να υποχωρεί, τα επιτόκια
δανεισµού να µειώνονται και η
πίστωση, κρατική και ιδιωτική,
να διευκολύνεται και να γίνεται
φθηνότερη, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσονται
παράλληλα µηχανισµοί που θα
επέτρεπαν την ουσιαστική εκµετάλλευση
της προς όφελος της πραγµατικής
οικονοµίας.
Η µεγάλη επέκταση της πίστωσης
έδωσε ώθηση στη δηµιουργία
ακραίων αυξητικών τάσεων στη
χρηµατιστηριακή αγορά και την
αγορά οικοδοµής προκαλώντας
φούσκες οι οποίες λειτουργούσαν
ως πολλαπλασιαστές της ρευστότητας
τροφοδοτώντας την πλασµατική
ανάπτυξη και θέτοντας ωρολογιακές
βόµβες στην οικονοµία και την
κοινωνία. Το δηµόσιο χρέος
παρέµεινε κοντά στα ιστορικά
υψηλά του επίπεδα, τα ελλείµµατα διατηρήθηκαν
και η ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονοµίας συνέχισε να
βουλιάζει επιβεβαιώνοντας ότι
εξακολουθούσε να αποτελεί για
την Ελλάδα κίνηση πολύ µεγάλου
ρίσκου η εγκατάλειψη του εθνικού της
νοµίσµατος και η υιοθέτηση ενός
ακριβού και µη ανταγωνιστικού ευρώ.
Αυτό φάνηκε ακόµη πιο καθαρά το
1997 όταν η χρηµατοοικονοµική κρίση
στη ΝΑ Ασία µόλυνε και την
Ελλάδα ανατιµώντας την
πραγµατική σταθµισµένη
συναλλαγµατική ισοτιµία της σε
επίπεδα ρεκόρ. Η αναγκαστική
υποτίµηση της δραχµής κατά το
εντυπωσιακό 14% το Μάρτιο του
1998 απέτρεψε το ξέσπασµα µίας
ελληνικής κρίσης στα πρότυπα του
2010 η οποία θα µπορούσε να
οδηγήσει την Ελλάδα σε πτώχευση
και αποτέλεσε τη µεγαλύτερη
απόδειξη πως η ελληνική οικονοµία
απείχε ακόµη έτη φωτός από το να
είναι έτοιµη να αποχωριστεί το
εθνικό της νόµισµα. Παρόλα αυτά,
η ευρωπαϊκή συµφωνία του 1989 έπρεπε
να τηρηθεί και το 1998, έτος
υποτίµησης της δραχµής κατά 14%,
η Γερµανία έδωσε τη συγκατάθεση
της για την ένταξη της χώρας
στον ευρωπαϊκό µηχανισµό
συναλλαγµατικών ισοτιµιών
κλειδώνοντας την 1η Ιανουαρίου
2001 ως την ηµεροµηνία που η
Ελλάδα θα υιοθετούσε το ευρώ,
ένα νόµισµα το οποίο δε θα µπορούσε
ποτέ, ασχέτως αν ήταν επείγουσα
ακόµη και εθνική ανάγκη, να
υποτιµήσει.
Πράγµατι, το 2001 η είσοδος στην
ΕΕ έγινε γεγονός και γιορτάστηκε πανηγυρικά
από την ελληνική κυβέρνηση η
οποία είχε χρειαστεί, µεταξύ άλλων,
να συµµαχήσει µυστικά ακόµη και
µε την Goldman Sachs προκειµένου
να εξασφαλίσει την πραγµάτωση
της.
3) 2003: Η ενημέρωση της
κυβέρνησης Σημίτη ότι η ανταγωνιστικότητα
της Ελλάδας βουλιάζει στο ευρώ-
Σύσταση από το ΔΝΤ για λήψη
μέτρων – Η Ελλάδα γίνεται
ακριβότερη από ποτέ - Η έκθεση
του ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2003
Χρειάστηκαν, ωστόσο, µόλις δύο
χρόνια για να φανεί ότι το
ευρωπαϊκό όνειρο είχε αρχίσει να
µετατρέπεται σε εφιάλτη. Το 2003
το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο
σήµανε συναγερµό στην κυβέρνηση
Σηµίτη, ενηµερώνοντας την
προφορικώς και γραπτώς ότι η
απώλεια ανταγωνιστικότητας που
είχε υποστεί η Ελλάδα από την
ένταξη της στην ευρωπαϊκή
νοµισµατική ένωση ήταν δραµατική
και πως προκειµένου η ελληνική
οικονοµία να αντέξει στο ευρώ
απαιτούνταν επειγόντως διαρθρωτικά
µέτρα και ένα πρόγραµµα
δηµοσιονοµικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί
επείγουσα εσωτερική υποτίµηση.
Σε έκθεση του τον Ιούνιο του
2003 το ΔΝΤ αποτύπωνε τη ραγδαία ανατίµηση
της πραγµατικής σταθµισµένης
συναλλαγµατικής ισοτιµίας (ΠΣΣΙ)
της Ελλάδας η οποία είχε
απογειωθεί στα επίπεδα ρεκόρ που
είχαν καταγραφεί το 1997 και που
είχαν οδηγήσει σε υποτίµηση της
δραχµής κατά 14%.
Μόλις σε δυόµιση χρόνια από την
υιοθέτηση του ευρώ ο δείκτης
σχετικού κόστους εξαγωγών της
Ελλάδας έναντι των εταίρων της
στην ΕΕ είχε εκτοξευθεί κατά 18%
µε το µερίδιο της χώρας στην
αγορά εξαγωγών έναντι των
εταίρων της να έχει µειωθεί σε
ανάλογο ποσοστό. Θέτοντας το απλά,
το ευρώ είχε κάνει την Ελλάδα
περισσότερο ακριβή και λιγότερο
ανταγωνιστική από ποτέ,
συµπληρώνοντας µε το χειρότερο
τρόπο την αποτυχία των ελληνικών
κυβερνήσεων να βάλουν την
οικονοµία στο σωστό δρόµο, τόσο
πριν όσο και µετά την ένταξη της
χώρας στην ευρωζώνη.
Σε αντίθεση, όµως, µε την προ
ευρώ περίοδο όταν οι αποκλίσεις
στην ανταγωνιστικότητα
διορθώνονταν µέσω της υποτίµησης
της δραχµής, τώρα πια δεν υπήρχε
αυτή η επιλογή. Πράγµατι, από το
1980 µέχρι το 2001 η δραχµή είχε
υποτιµηθεί έναντι όλων των
ανταγωνιστικών της νοµισµάτων,
µε την αξία της να µειώνεται
έναντι του γερµανικού µάρκου κατά
περίπου έξι φορές και έναντι του
αµερικανικού δολαρίου κατά περίπου
δέκα φορές, µειώνοντας το
έλλειµµα ανταγωνιστικότητας
έναντι της Γερµανίας και των ΗΠΑ.
Αυτό ήταν εξαιρετικά σηµαντικό
για την οικονοµική επιβίωση της Ελλάδας,
αφού η Γερµανία ήταν ο δεύτερος
µεγαλύτερος ανταγωνιστής της στο
εµπόριο αγαθών - µε ελάχιστη
διαφορά από τον πρώτο, την
Ιταλία- και καθώς οι ΗΠΑ ήταν ο
µεγαλύτερος ανταγωνιστής της
στην αγορά υπηρεσιών, µε τη
Γερµανία να κατέχει την τρίτη
θέση σε αυτόν τον τοµέα.
Χωρίς την επιλογή της υποτίµησης,
ωστόσο, το καλοκαίρι του 2003 η Ελλάδα
βρέθηκε για πρώτη φορά άοπλη στη
µάχη απέναντι σε ένα τεράστιο
έλλειµµα ανταγωνιστικότητας του
οποίου η θεαµατική αυξητική του
τάση έµοιαζε ασταµάτητη.
Την κατάσταση επιδείνωνε η
ανατίµηση του ίδιου του ευρώ, το
οποίο είχε πάρει την ανιούσα
εξαιτίας της νοµισµατικής
πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας που ενορχήστρωνε µία
κρυφή διάσωση της γερµανικής
οικονοµίας η οποία αντιµετώπιζε
ταυτόχρονα τις συνέπειες της
εσωτερικής τραπεζικής της κρίσης
και της διεθνούς ύφεσης.
Έτσι, στα µέσα του 2003 η
κυβέρνηση Σηµίτη είχε ένα πολύ
δυσάρεστο ραντεβού µε την
ιστορία, όταν την ώρα που
προετοιµαζόταν για τις εκλογές
του 2004 και για τους
Ολυµπιακούς αγώνες της Αθήνας, πληροφορούνταν
από το ΔΝΤ ότι προκειµένου να µην
αποτύχει το πείραµα της ένταξης
της στην ευρωζώνη η Ελλάδα
χρειαζόταν εσωτερική υποτίµηση,
τουλάχιστον, κατά 15%, ποσοστό
εξαιρετικά µεγάλο και αντίστοιχο,
σχεδόν, µε αυτό που σηµειώθηκε µεταξύ
2010 – 2013 µε την εφαρµογή του
γνωστού προγράµµατος ακραίας
λιτότητας της Τρόικας, προκαλώντας
ασύλληπτη βλάβη στην οικονοµία.
Μπροστά στον κίνδυνο µίας
δριµείας ύφεσης αν επιχειρούνταν
εσωτερική υποτίµηση αλλά και
αδυνατώντας να παραδεχτεί τον
εκτροχιασµό της ελληνικής
οικονοµίας εντός ευρωζώνης η
κυβέρνηση Σηµίτη επέλεξε να υποσχεθεί
τη λήψη µέτρων για να
ικανοποιήσει το ΔΝΤ και τους
εταίρους της στην ΕΕ και αντί να
προχωρήσει στην εφαρµογή τους να
στραφεί στον κρατικό δανεισµό
για να χρηµατοδοτήσει τα
ελλείµµατα και να ενισχύσει την
επέκταση της πίστωσης και την
εσωτερική κατανάλωση, µε την ελπίδα
ότι η ανάπτυξη που θα
επιτυγχάνονταν θα αποκαθιστούσε,
εν µέρει, τη χαµένη
ανταγωνιστικότητα.
Σύνδεσμοι